- συναίροιτ'
- συναίροιτο , συναίρωtake up togetherpres opt mp 3rd sgσυναίροιτε , συναίρωtake up togetherpres opt act 2nd plσυναίροιτε , συναιρέωgrasppres opt act 2nd plσυναίροιτε , συναιρέωgrasppres opt act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.